- πολύθουρος
- πολύ-θουρος, ον,A very salacious, Opp. C.3.516.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύθουρος — ον, Α (για ζώο) αυτό που οχεύει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θοῦρος* «ορμητικός, επιθετικός» (< θρώσκω), πρβλ. αεί θουρος] … Dictionary of Greek
πολύθουρον — πολύθουρος very salacious masc/fem acc sg πολύθουρος very salacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)